Άσυλο - definição. O que é Άσυλο. Significado, conceito
Diclib.com
Dicionário ChatGPT
Digite uma palavra ou frase em qualquer idioma 👆
Idioma:

Tradução e análise de palavras por inteligência artificial ChatGPT

Nesta página você pode obter uma análise detalhada de uma palavra ou frase, produzida usando a melhor tecnologia de inteligência artificial até o momento:

  • como a palavra é usada
  • frequência de uso
  • é usado com mais frequência na fala oral ou escrita
  • opções de tradução de palavras
  • exemplos de uso (várias frases com tradução)
  • etimologia

O que (quem) é Άσυλο - definição


Άσυλο         
Το Άσυλον, στερ. α + συλάω (= αποσπώ κάποιον με τη βία, λαφυραγωγώ)Νικόλαος Ανδριώτης, Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής, 20014η ISBN 960-231-036-7 τόσο στην αρχαιότητα όσο και στις μέρες μας σημαίνει γενικώς το απαραβίαστο του χώρου κατά της αυθαιρεσίας των αρχών για άτομα που καταφεύγουν σε ορισμένους ιερούς χώρους που θεωρούνταν ως άσυλα, όπως στο Χαλκιοίκον ναό της Αθηνάς της ακρόπολης της αρχαίας Σπάρτης όπου κατέφυγε ο στρατηγός Παυσανίας και όπου τελικά πέθανε από ασιτία.
Πανεπιστημιακό άσυλο         
Με τον όρο Ακαδημαϊκό άσυλο χαρακτηριζόταν το καθεστώς των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Ίσχυε από το 1982, ν.
Πολιτικό άσυλο         
Το πολιτικό άσυλο είναι μια μορφή προστασίας που παρέχει στο έδαφός της μια χώρα, σε ένα άτομο που διώκεται ή επικαλείται βάσιμο ενδεχόμενο δίωξης έξω από αυτήν, όπως για παράδειγμα στην αλλοδαπή πατρίδα του. Η δίωξη από την οποία μπορεί να προστατεύεται με πολιτικό άσυλο κάποιος μπορεί να έχει ως αιτία τη φυλή του, την εθνικότητά του, τη θρησκεία του, τις πολιτικές του απόψεις ή τη συμμετοχή του σε μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή κοινωνικές δραστηριότητες.